- κατατλώ
- κατατλῶ, -άω (Α)(επιτ. τ. τού τλώ) κατατολμώ* («κατετλάτοκατετολμάτο», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -τλῶ < *τλῶ «τολμώ», ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. επι-τλώ, συν-τλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.